soda

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsəʊdə/
ΔΦΑ : /ˈsoʊdə/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
soda sodas

soda (en)

  1. (ποτό) το ανθρακούχο νερό
  2. (χημεία) διττανθρακικό νάτριο ή όξινο ανθρακικό νάτριο ή σόδα μαγειρικής, με χημικό τύπο NaHCO3
  3. (χημεία) ανθρακικό νάτριο ή σόδα πλύσης, με χημικό τύπο Na2CO3
  4. (χημεία) υδροξείδιο του νατρίου ή καυστική σόδα, με χημικό τύπο NaOH

Υπερώνυμα

Υπώνυμα

(χημεία)

  • soda στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.