σωσίβια λέμβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σωσίβια λέμβος | οι | σωσίβιες λέμβοι |
| γενική | της | σωσίβιας λέμβου | των | σωσίβιων λέμβων |
| αιτιατική | τη | σωσίβια λέμβο | τις | σωσίβιες λέμβους |
| κλητική | σωσίβια λέμβε | σωσίβιες λέμβοι | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σωσίβια λέμβος < καθαρεύουσα σωσίβιος λέμβος (θηλυκό),[1] → δείτε τις λέξεις σωσίβιος και λέμβος
Πολυλεκτικός όρος
σωσίβια λέμβος θηλυκό
- (ναυτικός όρος) βάρκα ειδικής κατασκευής ώστε να μη βουλιάζει εύκολα, με εφόδια (τρόφιμα, νερό, φάρμακα, όργανα ειδοποίησης) για την επιβίβαση σε περίπτωση που πρέπει να εγκαταλειφθεί πλοίο ή γενικά σε ανάγκη διάσωσης ναυαγών
- ≈ συνώνυμα: η σωστική λέμβος
Αναφορές
- «σωσίβιος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
- «λέμβος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
