σωματεμπορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σωματεμπορία | οι | σωματεμπορίες |
| γενική | της | σωματεμπορίας | των | σωματεμποριών |
| αιτιατική | τη | σωματεμπορία | τις | σωματεμπορίες |
| κλητική | σωματεμπορία | σωματεμπορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σωματεμπορία θηλυκό και σωματεμπόριο
- (λόγιο) το αδίκημα του εξαναγκασμού (με βία ή απειλές ή εξαπάτηση) μιας γυναίκας να εκδίδεται ως πόρνη. Στην περίπτωση των ανηλίκων το αδίκημα υφίσταται ακόμα και αν υπήρξε συναίνεση του θύματος
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.