εμπορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμπορία οι εμπορίες
      γενική της εμπορίας
    αιτιατική την εμπορία τις εμπορίες
     κλητική εμπορία εμπορίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπορία < αρχαία ελληνική ἐμπορία

Προφορά

ΔΦΑ : /em.boˈɾi.a/

Ουσιαστικό

εμπορία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.