σωματεμπόριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σωματεμπόριο | τα | σωματεμπόρια |
| γενική | του | σωματεμπορίου & σωματεμπόριου |
των | σωματεμπορίων |
| αιτιατική | το | σωματεμπόριο | τα | σωματεμπόρια |
| κλητική | σωματεμπόριο | σωματεμπόρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σωματεμπόριο < (ελληνιστική κοινή)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.