σχολικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχολικό τα σχολικά
      γενική του σχολικού των σχολικών
    αιτιατική το σχολικό τα σχολικά
     κλητική σχολικό σχολικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σχολικά στην Κούβα

Ετυμολογία

σχολικό< ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σχολικός

Ουσιαστικό

σχολικό ουδέτερο

  • (μέσο μεταφορών) ειδικό αυτοκίνητο κίτρινου χρώματος το οποίο μεταφέρει μαθητές σχολείων απ' τα σπίτια τους στο σχολείο και αντίστροφα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σχολικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.