σχολαρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σχολαρικός | η | σχολαρική | το | σχολαρικό |
| γενική | του | σχολαρικού | της | σχολαρικής | του | σχολαρικού |
| αιτιατική | τον | σχολαρικό | τη | σχολαρική | το | σχολαρικό |
| κλητική | σχολαρικέ | σχολαρική | σχολαρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σχολαρικοί | οι | σχολαρικές | τα | σχολαρικά |
| γενική | των | σχολαρικών | των | σχολαρικών | των | σχολαρικών |
| αιτιατική | τους | σχολαρικούς | τις | σχολαρικές | τα | σχολαρικά |
| κλητική | σχολαρικοί | σχολαρικές | σχολαρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
σχολαρικός
|
|
Αναφορές
- απόσπασμα Hellēnika: Parartēma, Volumes 18-20 1968, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών → χρειάζεται παράθεμα
- λήμμα «σκολαρίκι» - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
ΣτΕ: δίνει την πηγή: «Φ. Κουκουλές, στην Επετ.[ηρίδα] Βυζαντ[ινών] Σπουδ[ών], 7, 35
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.