σχολίατρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σχολίατρος οι σχολίατροι
      γενική του/της
του
σχολιάτρου
σχολίατρου
των σχολιάτρων
& σχολίατρων
    αιτιατική τον/τη σχολίατρο τους/τις
τους
σχολιάτρους
σχολίατρους
     κλητική σχολίατρε σχολίατροι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχολίατρος < σχολ(είο) + -ίατρος

Ουσιαστικό

σχολίατρος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.