σχεσιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σχεσιακός | η | σχεσιακή | το | σχεσιακό |
| γενική | του | σχεσιακού | της | σχεσιακής | του | σχεσιακού |
| αιτιατική | τον | σχεσιακό | τη | σχεσιακή | το | σχεσιακό |
| κλητική | σχεσιακέ | σχεσιακή | σχεσιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σχεσιακοί | οι | σχεσιακές | τα | σχεσιακά |
| γενική | των | σχεσιακών | των | σχεσιακών | των | σχεσιακών |
| αιτιατική | τους | σχεσιακούς | τις | σχεσιακές | τα | σχεσιακά |
| κλητική | σχεσιακοί | σχεσιακές | σχεσιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
σχεσιακός
- (βάσεις δεδομένων) κατηγορία βάσεων δεδομένων (βλ. σχεσιακή βάση δεδομένων) ή ότι αναφέρεται στο σχεσιακό μοντέλο
Μεταφράσεις
σχεσιακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.