σφυρηλάτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σφυρηλάτηση | οι | σφυρηλατήσεις |
| γενική | της | σφυρηλάτησης* | των | σφυρηλατήσεων |
| αιτιατική | τη | σφυρηλάτηση | τις | σφυρηλατήσεις |
| κλητική | σφυρηλάτηση | σφυρηλατήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σφυρηλατήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφυρηλάτηση < μεσαιωνική ελληνική σφυρολάτηση < ελληνιστική κοινή σφυρηλατέω / σφυρηλατῶ
Ουσιαστικό
σφυρηλάτηση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σφυρηλατώ
Μεταφράσεις
σφυρηλάτηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.