σφαιροβόλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | σφαιροβόλος | οι | σφαιροβόλοι |
| γενική | του/της | σφαιροβόλου | των | σφαιροβόλων |
| αιτιατική | τον/τη | σφαιροβόλο | τους/τις | σφαιροβόλους |
| κλητική | σφαιροβόλε | σφαιροβόλοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
ο Βρετανός σφαιροβόλος Στιβ Κοκέιν
Ετυμολογία
- σφαιροβόλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σφαιροβόλος αρσενικό ή θηλυκό
- (αθλητισμός) ο αθλητής που ασχολείται με την σφαιροβολία, με την ρίψη μιας σιδερένιας σφαίρας όσο πιο μακριά μπορεί
Μεταφράσεις
σφαιροβόλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.