σφαιροβολία

Νέα ελληνικά (el)

αθλητής σφαιροβολίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφαιροβολία οι σφαιροβολίες
      γενική της σφαιροβολίας των σφαιροβολιών
    αιτιατική τη σφαιροβολία τις σφαιροβολίες
     κλητική σφαιροβολία σφαιροβολίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφαιροβολία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σφαιροβολία θηλυκό

  • (αθλητισμός) άθλημα κατά το οποίο ο αθλητής προσπαθεί να ρίξει όσο μακρύτερο δυνατόν μια σιδερένια σφαίρα με βάρος 4 έως 8 χιλιόγραμμα


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.