κυκλοφορικό σύστημα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κυκλοφορικό σύστημα <  δείτε τις λέξεις κυκλοφορικός και σύστημα

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.klo.fo.ɾiˈko ˈsi.sti.ma/

Πολυλεκτικός όρος

κυκλοφορικό σύστημα ουδέτερο

  • (βιολογία, φυσιολογία) ο μηχανισμός και η διάταξη οργάνων που αφορούν την κυκλοφορία του αίματος. Αποτελείται από τα αιμοφόρα αγγεία, την καρδιά και το αίμα.

  • ΚΣ (συντομομορφή)

Συνώνυμα

  • καρδιαγγειακό σύστημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.