σφένδαμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σφένδαμος οι σφένδαμοι
      γενική του σφενδάμου
& σφένδαμου
των σφενδάμων
    αιτιατική τον σφένδαμο τους σφενδάμους
& σφένδαμους
     κλητική σφένδαμε σφένδαμοι
Δείτε και το σφεντ(νδ)άμι.
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφένδαμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφένδαμνος (ήταν και θηλυκού γένους) με απλοποίηση [mn] > [m]. Δείτε και το σφεντάμι

Ουσιαστικό

σφένδαμος αρσενικό

  • (φυτό) είδος άγριου δένδρου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.