συχωροχάρτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συχωροχάρτι | τα | συχωροχάρτια |
| γενική | του | συχωροχαρτιού | των | συχωροχαρτιών |
| αιτιατική | το | συχωροχάρτι | τα | συχωροχάρτια |
| κλητική | συχωροχάρτι | συχωροχάρτια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συχωροχάρτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική συγχωροχάρτιον με αποβολή του [ŋ]< συγχωρ(ῶ) + -ο- + χαρτί(ον)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.xo.ɾoˈxaɾ.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐χω‐ρο‐χάρ‐τι
Μεταφράσεις
συχωροχάρτι
|
Αναφορές
- συχωροχάρτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.