συγχωροχάρτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συγχωροχάρτι | τα | συγχωροχάρτια |
| γενική | του | συγχωροχαρτιού | των | συγχωροχαρτιών |
| αιτιατική | το | συγχωροχάρτι | τα | συγχωροχάρτια |
| κλητική | συγχωροχάρτι | συγχωροχάρτια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συγχωροχάρτι < λόγια επίδραση στο συχωροχάρτι, κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική συγχωροχάρτιον < συγχωρ(ῶ) + -ο- + χαρτί(ον)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /siŋ.xo.ɾoˈxaɾ.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συγ‐χω‐ρο‐χάρ‐τι
Ουσιαστικό
συγχωροχάρτι ουδέτερο
- (χριστιανισμός) έγγραφη άφεση αμαρτιών που έδινε η Καθολική Εκκλησία έναντι χρηματικού ποσού
- (γενικότερα) η συγχώρεση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη συγχωρώ
Μεταφράσεις
συγχωροχάρτι
Αναφορές
- συγχωροχάρτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.