συγχωροχάρτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συγχωροχάρτι τα συγχωροχάρτια
      γενική του συγχωροχαρτιού των συγχωροχαρτιών
    αιτιατική το συγχωροχάρτι τα συγχωροχάρτια
     κλητική συγχωροχάρτι συγχωροχάρτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγχωροχάρτι < λόγια επίδραση στο συχωροχάρτι, κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική συγχωροχάρτιον < συγχωρ(ῶ) + -ο- + χαρτί(ον)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /siŋ.xo.ɾoˈxaɾ.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγχωροχάρτι

Ουσιαστικό

συγχωροχάρτι ουδέτερο

  1. (χριστιανισμός) έγγραφη άφεση αμαρτιών που έδινε η Καθολική Εκκλησία έναντι χρηματικού ποσού
  2. (γενικότερα) η συγχώρεση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.