συστηματοποίησις

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συστηματοποίησις αἱ συστηματοποιήσεις
      γενική τῆς συστηματοποιήσεως τῶν συστηματοποιήσεων
      δοτική τῇ συστηματοποιήσει ταῖς συστηματοποιήσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν συστηματοποίησιν τὰς συστηματοποιήσεις
     κλητική ! συστηματοποίησι συστηματοποιήσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συστηματοποίησις < συστηματοποιέω + -σις[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /si.sti.ma.toˈpi.i.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συστηματοποίησις

Ουσιαστικό

συστηματοποίησις θηλυκό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.