συστηματοποίησις
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | συστηματοποίησις | αἱ | συστηματοποιήσεις | ||||
| γενική | τῆς | συστηματοποιήσεως | τῶν | συστηματοποιήσεων | ||||
| δοτική | τῇ | συστηματοποιήσει | ταῖς | συστηματοποιήσεσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | συστηματοποίησιν | τὰς | συστηματοποιήσεις | ||||
| κλητική ὦ! | συστηματοποίησι | συστηματοποιήσεις | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.sti.ma.toˈpi.i.sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐στη‐μα‐το‐ποί‐η‐σις
Αναφορές
- συστηματοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.