συνταξιοδοτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνταξιοδοτικός η συνταξιοδοτική το συνταξιοδοτικό
      γενική του συνταξιοδοτικού της συνταξιοδοτικής του συνταξιοδοτικού
    αιτιατική τον συνταξιοδοτικό τη συνταξιοδοτική το συνταξιοδοτικό
     κλητική συνταξιοδοτικέ συνταξιοδοτική συνταξιοδοτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνταξιοδοτικοί οι συνταξιοδοτικές τα συνταξιοδοτικά
      γενική των συνταξιοδοτικών των συνταξιοδοτικών των συνταξιοδοτικών
    αιτιατική τους συνταξιοδοτικούς τις συνταξιοδοτικές τα συνταξιοδοτικά
     κλητική συνταξιοδοτικοί συνταξιοδοτικές συνταξιοδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συνταξιοδοτικός < συνταξιοδότ(ηση) + -ικός

Επίθετο

συνταξιοδοτικός, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.