συνταξιοδοτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνταξιοδοτικός | η | συνταξιοδοτική | το | συνταξιοδοτικό |
| γενική | του | συνταξιοδοτικού | της | συνταξιοδοτικής | του | συνταξιοδοτικού |
| αιτιατική | τον | συνταξιοδοτικό | τη | συνταξιοδοτική | το | συνταξιοδοτικό |
| κλητική | συνταξιοδοτικέ | συνταξιοδοτική | συνταξιοδοτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνταξιοδοτικοί | οι | συνταξιοδοτικές | τα | συνταξιοδοτικά |
| γενική | των | συνταξιοδοτικών | των | συνταξιοδοτικών | των | συνταξιοδοτικών |
| αιτιατική | τους | συνταξιοδοτικούς | τις | συνταξιοδοτικές | τα | συνταξιοδοτικά |
| κλητική | συνταξιοδοτικοί | συνταξιοδοτικές | συνταξιοδοτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνταξιοδοτικός < συνταξιοδότ(ηση) + -ικός
Συγγενικά
- συνταξιοδότηση
- συνταξιοδοτούμαι
- συνταξιοδοτώ
- → δείτε τη λέξη σύνταξη
Μεταφράσεις
συνταξιοδοτικός
|
|
Πηγές
- συνταξιοδοτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνταξιοδοτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.