συντέκνισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντέκνισσα οι συντέκνισσες
      γενική της συντέκνισσας των συντεκνισσών
    αιτιατική τη συντέκνισσα τις συντέκνισσες
     κλητική συντέκνισσα συντέκνισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συντέκνισσα < σύντεκνος + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /sinˈde.kni.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συντέκνισσα

Ουσιαστικό

συντέκνισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.