συνοδίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνοδίτης οι συνοδίτες
      γενική του συνοδίτη των συνοδιτών
    αιτιατική τον συνοδίτη τους συνοδίτες
     κλητική συνοδίτη συνοδίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνοδίτης < (ελληνιστική κοινή) συνοδίτης

Ουσιαστικό

συνοδίτης αρσενικό

  1. ο συνοδοιπόρος, ο ακόλουθος
  2. (γλωσσολογία) σύμφωνο που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο άλλα σύμφωνα μιας λέξης για τη διευκόλυνση της άρθρωσής της

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.