συνιστώσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνιστώσα οι συνιστώσες
      γενική της συνιστώσας των συνιστωσών
    αιτιατική τη συνιστώσα τις συνιστώσες
     κλητική συνιστώσα συνιστώσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνιστώσα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συνιστώσα θηλυκό

  • (φυσική) η δύναμη (ή άλλο διανυσματικό μέγεθος) που επηρεάζει την κατάσταση ενός σώματος. Η συνισταμένη αναλύεται σε συνιστώσες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.