συνιστώσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνιστώσα | οι | συνιστώσες |
| γενική | της | συνιστώσας | των | συνιστωσών |
| αιτιατική | τη | συνιστώσα | τις | συνιστώσες |
| κλητική | συνιστώσα | συνιστώσες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνιστώσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συνιστώσα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.