caucus

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
caucus ενικός (caucuses πληθυντικός)
- συνέδριο πολιτικού κόμματος - συνέδριο εκλογής αρχηγού ή επιλογής πολιτικής
- συνέδριο βουλευτών/μελών του νομοθετικού σώματος που ανήκουν σε συγκεκριμένη παράταξη ή συνασπισμό
- συνιστώσα, πολιτική υποομάδα-τάση σε κόμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.