συνθέτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνθέτρια οι συνθέτριες
      γενική της συνθέτριας των συνθετριών
    αιτιατική τη συνθέτρια τις συνθέτριες
     κλητική συνθέτρια συνθέτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνθέτρια < συνθέτης + -τρια

Ουσιαστικό

συνθέτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.