συνεργατικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνεργατικότητα | οι | συνεργατικότητες |
| γενική | της | συνεργατικότητας | των | συνεργατικοτήτων |
| αιτιατική | τη | συνεργατικότητα | τις | συνεργατικότητες |
| κλητική | συνεργατικότητα | συνεργατικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνεργατικότητα < συνεργατικ(ός) + -ότητα < συνεργάζομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.neɾ.ɣa.tiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νερ‐γα‐τι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
συνεργατικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του συνεργατικού
- ※ […] ενώ η άμιλλα είναι θετική και έχει καλά αποτελέσματα σε ένα αγώνισμα στίβου ή όταν απαιτείται ανταγωνισμός μπορεί να δημιουργεί προβλήματα σε ένα ομαδικό παιχνίδι ή σε καταστάσεις που απαιτούν συνεργατικότητα. (Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός, Γ΄ Γυμνασίου, greek‑language.gr)
- ≈ συνώνυμα: ομαδικότητα
Συγγενικά
→ και δείτε τις λέξεις συνεργάζομαι και συνεργός
Μεταφράσεις
συνεργατικότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.