συνδρομητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνδρομητής οι συνδρομητές
      γενική του συνδρομητή των συνδρομητών
    αιτιατική τον συνδρομητή τους συνδρομητές
     κλητική συνδρομητή συνδρομητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνδρομητής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συνδρομητής αρσενικό

  1. Κάποιος που λαμβάνει τακτικά ή συνεχώς ένα προϊόν ή μια υπηρεσία έναντι αντίστοιχης πληρωμής.
    Το περιοδικό μας έχει δύο χιλιάδες συνδρομητές.
    Ο αδελφός μου είναι συνδρομητής σε αθλητικό τηλεοπτικό κανάλι.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.