καταμαγεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταμαγεύω < (ελληνιστική κοινή) καταμαγεύω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική enchanter)
Ρήμα
καταμαγεύω (παθητική φωνή: καταμαγεύομαι)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταμαγεύω | καταμάγευα | θα καταμαγεύω | να καταμαγεύω | καταμαγεύοντας | |
| β' ενικ. | καταμαγεύεις | καταμάγευες | θα καταμαγεύεις | να καταμαγεύεις | καταμάγευε | |
| γ' ενικ. | καταμαγεύει | καταμάγευε | θα καταμαγεύει | να καταμαγεύει | ||
| α' πληθ. | καταμαγεύουμε | καταμαγεύαμε | θα καταμαγεύουμε | να καταμαγεύουμε | ||
| β' πληθ. | καταμαγεύετε | καταμαγεύατε | θα καταμαγεύετε | να καταμαγεύετε | καταμαγεύετε | |
| γ' πληθ. | καταμαγεύουν(ε) | καταμάγευαν καταμαγεύαν(ε) |
θα καταμαγεύουν(ε) | να καταμαγεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταμάγεψα | θα καταμαγέψω | να καταμαγέψω | καταμαγέψει | ||
| β' ενικ. | καταμάγεψες | θα καταμαγέψεις | να καταμαγέψεις | καταμάγεψε | ||
| γ' ενικ. | καταμάγεψε | θα καταμαγέψει | να καταμαγέψει | |||
| α' πληθ. | καταμαγέψαμε | θα καταμαγέψουμε | να καταμαγέψουμε | |||
| β' πληθ. | καταμαγέψατε | θα καταμαγέψετε | να καταμαγέψετε | καταμαγέψτε | ||
| γ' πληθ. | καταμάγεψαν καταμαγέψαν(ε) |
θα καταμαγέψουν(ε) | να καταμαγέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καταμαγέψει | είχα καταμαγέψει | θα έχω καταμαγέψει | να έχω καταμαγέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις καταμαγέψει | είχες καταμαγέψει | θα έχεις καταμαγέψει | να έχεις καταμαγέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει καταμαγέψει | είχε καταμαγέψει | θα έχει καταμαγέψει | να έχει καταμαγέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταμαγέψει | είχαμε καταμαγέψει | θα έχουμε καταμαγέψει | να έχουμε καταμαγέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε καταμαγέψει | είχατε καταμαγέψει | θα έχετε καταμαγέψει | να έχετε καταμαγέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταμαγέψει | είχαν καταμαγέψει | θα έχουν καταμαγέψει | να έχουν καταμαγέψει |
| |
Μεταφράσεις
καταμαγεύω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.