συναρμολογητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συναρμολογητής οι συναρμολογητές
      γενική του συναρμολογητή των συναρμολογητών
    αιτιατική τον συναρμολογητή τους συναρμολογητές
     κλητική συναρμολογητή συναρμολογητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συναρμολογητής (μαρτυρείται από το 1885) [1] < συναρμολογ(ώ) + -ητής

Ουσιαστικό

συναρμολογητής αρσενικό (θηλυκό: συναρμολογήτρια)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 953, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.