μονταδόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονταδόρος οι μονταδόροι
      γενική του μονταδόρου των μονταδόρων
    αιτιατική τον μονταδόρο τους μονταδόρους
     κλητική μονταδόρε μονταδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονταδόρος < μοντ(άρω) + -αδόρος

Ουσιαστικό

μονταδόρος αρσενικό

  • (επάγγελμα) τεχνίτης που μοντάρει

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.