συναρμολογήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συναρμολογήτρια | οι | συναρμολογήτριες |
| γενική | της | συναρμολογήτριας | των | συναρμολογητριών |
| αιτιατική | τη | συναρμολογήτρια | τις | συναρμολογήτριες |
| κλητική | συναρμολογήτρια | συναρμολογήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συναρμολογήτρια < συναρμολογη(τής) + -τρια
Μεταφράσεις
συναρμολογήτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.