συναλλαγματοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συναλλαγματοφόρος η συναλλαγματοφόρα το συναλλαγματοφόρο
      γενική του συναλλαγματοφόρου της συναλλαγματοφόρας του συναλλαγματοφόρου
    αιτιατική τον συναλλαγματοφόρο τη συναλλαγματοφόρα το συναλλαγματοφόρο
     κλητική συναλλαγματοφόρε συναλλαγματοφόρα συναλλαγματοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συναλλαγματοφόροι οι συναλλαγματοφόρες τα συναλλαγματοφόρα
      γενική των συναλλαγματοφόρων των συναλλαγματοφόρων των συναλλαγματοφόρων
    αιτιατική τους συναλλαγματοφόρους τις συναλλαγματοφόρες τα συναλλαγματοφόρα
     κλητική συναλλαγματοφόροι συναλλαγματοφόρες συναλλαγματοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συναλλαγματοφόρος < συναλλάγματ(ος) + -ο- + -φόρος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /si.na.laɣ.ma.toˈfo.ɾos/

Επίθετο

συναλλαγματοφόρος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.