συναλλαγματοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συναλλαγματοφόρος | η | συναλλαγματοφόρα | το | συναλλαγματοφόρο |
| γενική | του | συναλλαγματοφόρου | της | συναλλαγματοφόρας | του | συναλλαγματοφόρου |
| αιτιατική | τον | συναλλαγματοφόρο | τη | συναλλαγματοφόρα | το | συναλλαγματοφόρο |
| κλητική | συναλλαγματοφόρε | συναλλαγματοφόρα | συναλλαγματοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συναλλαγματοφόροι | οι | συναλλαγματοφόρες | τα | συναλλαγματοφόρα |
| γενική | των | συναλλαγματοφόρων | των | συναλλαγματοφόρων | των | συναλλαγματοφόρων |
| αιτιατική | τους | συναλλαγματοφόρους | τις | συναλλαγματοφόρες | τα | συναλλαγματοφόρα |
| κλητική | συναλλαγματοφόροι | συναλλαγματοφόρες | συναλλαγματοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
συναλλαγματοφόρος < συναλλάγματ(ος) + -ο- + -φόρος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.na.laɣ.ma.toˈfo.ɾos/
Μεταφράσεις
συναλλαγματοφόρος
|
|
Αναφορές
- συναλλαγματοφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.