επισυναλλαγματική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επισυναλλαγματική | οι | επισυναλλαγματικές |
| γενική | της | επισυναλλαγματικής | των | επισυναλλαγματικών |
| αιτιατική | την | επισυναλλαγματική | τις | επισυναλλαγματικές |
| κλητική | επισυναλλαγματική | επισυναλλαγματικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επισυναλλαγματική < επι- + συναλλαγματική
Ουσιαστικό
επισυναλλαγματική θηλυκό
- (νομικός όρος, οικονομία) νέα συναλλαγματική, στη θέση άλλης, κατά της οποίας υπήρξε διαμαρτυρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.