επισυναλλαγματική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισυναλλαγματική οι επισυναλλαγματικές
      γενική της επισυναλλαγματικής των επισυναλλαγματικών
    αιτιατική την επισυναλλαγματική τις επισυναλλαγματικές
     κλητική επισυναλλαγματική επισυναλλαγματικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επισυναλλαγματική < επι- + συναλλαγματική

Ουσιαστικό

επισυναλλαγματική θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.