συναδελφότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναδελφότητα οι συναδελφότητες
      γενική της συναδελφότητας των συναδελφοτήτων
    αιτιατική τη συναδελφότητα τις συναδελφότητες
     κλητική συναδελφότητα συναδελφότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συναδελφότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συναδελφ(ότης) (μαρτυρείται από το 1752) [1] + -ότητα < συνάδελφ(ος) + -ότης > -ότητα. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + αδελφότητα.

Προφορά

ΔΦΑ : /si.na.ðelˈfo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συναδελφότητα
παλιότερος συλλαβισμός: συναδελφότητα

Ουσιαστικό

συναδελφότητα θηλυκό (παρωχημένο)

  1. η ιδιότητα των συναδέλφων, το να είμαστε συνάδελφοι
  2. συνώνυμο του συναδελφικότητα
  3. συνήθως με κεφαλαίο αρκτικό Συναδελφότητα: ονομασία «Συναδελφότης», αδελφότητας, συλλόγου

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 950, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.