συναδελφότης

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συναδελφότης αἱ συναδελφότητες
      γενική τῆς συναδελφότητος τῶν συναδελφοτήτων
      δοτική τῇ συναδελφότητι ταῖς συναδελφότησι(ν)
    αιτιατική τὴν συναδελφότητα τὰς συναδελφότητας
     κλητική ! συναδελφότης συναδελφότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συναδελφότης (μαρτυρείται από το 1752) [1] συνάδελφ(ος) + -ότης

Ουσιαστικό

συναδελφότης, -ητος θηλυκό

Αναφορές

  1. σελ. 950, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.