συμπυκνωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμπυκνωμένος | η | συμπυκνωμένη | το | συμπυκνωμένο |
| γενική | του | συμπυκνωμένου | της | συμπυκνωμένης | του | συμπυκνωμένου |
| αιτιατική | τον | συμπυκνωμένο | τη | συμπυκνωμένη | το | συμπυκνωμένο |
| κλητική | συμπυκνωμένε | συμπυκνωμένη | συμπυκνωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμπυκνωμένοι | οι | συμπυκνωμένες | τα | συμπυκνωμένα |
| γενική | των | συμπυκνωμένων | των | συμπυκνωμένων | των | συμπυκνωμένων |
| αιτιατική | τους | συμπυκνωμένους | τις | συμπυκνωμένες | τα | συμπυκνωμένα |
| κλητική | συμπυκνωμένοι | συμπυκνωμένες | συμπυκνωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμπυκνωμένος < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.