συμπτωματολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπτωματολογικός η συμπτωματολογική το συμπτωματολογικό
      γενική του συμπτωματολογικού της συμπτωματολογικής του συμπτωματολογικού
    αιτιατική τον συμπτωματολογικό τη συμπτωματολογική το συμπτωματολογικό
     κλητική συμπτωματολογικέ συμπτωματολογική συμπτωματολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπτωματολογικοί οι συμπτωματολογικές τα συμπτωματολογικά
      γενική των συμπτωματολογικών των συμπτωματολογικών των συμπτωματολογικών
    αιτιατική τους συμπτωματολογικούς τις συμπτωματολογικές τα συμπτωματολογικά
     κλητική συμπτωματολογικοί συμπτωματολογικές συμπτωματολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμπτωματολογικός < συμπτωματολογ(ία) + -ικός

Επίθετο

συμπτωματολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.