συμπτωματολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπτωματολογία οι συμπτωματολογίες
      γενική της συμπτωματολογίας των συμπτωματολογιών
    αιτιατική τη συμπτωματολογία τις συμπτωματολογίες
     κλητική συμπτωματολογία συμπτωματολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμπτωματολογία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συμπτωματολογία θηλυκό

  1. κλάδος της ιατρικής που ερευνά και μελετά τα συμπτώματα των ασθενειών
  2. τα συμπτώματα μιας αρρώστιας
    η συμπτωματολογία της διοικητικής παθολογίας επέφερε συν τοις άλλοις και την κρίση χρέους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.