συμπτωματολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμπτωματολογία | οι | συμπτωματολογίες |
| γενική | της | συμπτωματολογίας | των | συμπτωματολογιών |
| αιτιατική | τη | συμπτωματολογία | τις | συμπτωματολογίες |
| κλητική | συμπτωματολογία | συμπτωματολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπτωματολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συμπτωματολογία θηλυκό
- κλάδος της ιατρικής που ερευνά και μελετά τα συμπτώματα των ασθενειών
- τα συμπτώματα μιας αρρώστιας
- η συμπτωματολογία της διοικητικής παθολογίας επέφερε συν τοις άλλοις και την κρίση χρέους
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συμπτωματολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.