συμμερίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συμμερίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμμερίζομαι (παίρνω μερίδιο, παθητική φωνή του ρήματος συμμερίζω < συμ- + μερίζω < μέρος), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική partager [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /si.meˈɾi.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμμερίζομαι

Ρήμα

συμμερίζομαι, π.αόρ.: συμμερίστηκα (αποθετικό)

  1. συμμετέχω, δέχομαι κάτι μαζί με κάποιους άλλους
  2. συμφωνώ

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

συμμερίζομαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.