συμμερίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμμερίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμμερίζομαι (παίρνω μερίδιο, παθητική φωνή του ρήματος συμμερίζω < συμ- + μερίζω < μέρος), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική partager [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.meˈɾi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐με‐ρί‐ζο‐μαι
Ρήμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μέρος
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συμμερίζομαι | συμμεριζόμουν(α) | θα συμμερίζομαι | να συμμερίζομαι | ||
| β' ενικ. | συμμερίζεσαι | συμμεριζόσουν(α) | θα συμμερίζεσαι | να συμμερίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | συμμερίζεται | συμμεριζόταν(ε) | θα συμμερίζεται | να συμμερίζεται | ||
| α' πληθ. | συμμεριζόμαστε | συμμεριζόμαστε συμμεριζόμασταν |
θα συμμεριζόμαστε | να συμμεριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | συμμερίζεστε | συμμεριζόσαστε συμμεριζόσασταν |
θα συμμερίζεστε | να συμμερίζεστε | (συμμερίζεστε) | |
| γ' πληθ. | συμμερίζονται | συμμερίζονταν συμμεριζόντουσαν |
θα συμμερίζονται | να συμμερίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συμμερίστηκα | θα συμμεριστώ | να συμμεριστώ | συμμεριστεί | ||
| β' ενικ. | συμμερίστηκες | θα συμμεριστείς | να συμμεριστείς | συμμερίσου | ||
| γ' ενικ. | συμμερίστηκε | θα συμμεριστεί | να συμμεριστεί | |||
| α' πληθ. | συμμεριστήκαμε | θα συμμεριστούμε | να συμμεριστούμε | |||
| β' πληθ. | συμμεριστήκατε | θα συμμεριστείτε | να συμμεριστείτε | συμμεριστείτε | ||
| γ' πληθ. | συμμερίστηκαν συμμεριστήκαν(ε) |
θα συμμεριστούν(ε) | να συμμεριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συμμεριστεί | είχα συμμεριστεί | θα έχω συμμεριστεί | να έχω συμμεριστεί | ||
| β' ενικ. | έχεις συμμεριστεί | είχες συμμεριστεί | θα έχεις συμμεριστεί | να έχεις συμμεριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συμμεριστεί | είχε συμμεριστεί | θα έχει συμμεριστεί | να έχει συμμεριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συμμεριστεί | είχαμε συμμεριστεί | θα έχουμε συμμεριστεί | να έχουμε συμμεριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συμμεριστεί | είχατε συμμεριστεί | θα έχετε συμμεριστεί | να έχετε συμμεριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συμμεριστεί | είχαν συμμεριστεί | θα έχουν συμμεριστεί | να έχουν συμμεριστεί | ||
Αναφορές
- συμμερίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.