συμβολοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συμβολοποιώ < σύμβολο + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική symboliser)

Ρήμα

συμβολοποιώ (παθητική φωνή: συμβολοποιούμαι)

  1. θωρώ κάποιον ή κάτι ως σύμβολο
  2. παριστάνω κάτι χρησιμοποιώντας σύμβολα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.