συκοφάντηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συκοφάντηση οι συκοφαντήσεις
      γενική της συκοφάντησης* των συκοφαντήσεων
    αιτιατική τη συκοφάντηση τις συκοφαντήσεις
     κλητική συκοφάντηση συκοφαντήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συκοφαντήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συκοφάντηση < συκοφαντώ + -(η)ση

Ουσιαστικό

συκοφάντηση θηλυκό

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.