συκοφαντήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

συκοφαντήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συκοφαντώ
  2. θα συκοφαντήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συκοφαντώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

συκοφαντήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συκοφάντηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.