συζυγής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συζυγής η συζυγής το συζυγές
      γενική του συζυγούς* της συζυγούς του συζυγούς
    αιτιατική τον συζυγή τη συζυγή το συζυγές
     κλητική συζυγή(ς) συζυγής συζυγές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συζυγείς οι συζυγείς τα συζυγή
      γενική των συζυγών των συζυγών των συζυγών
    αιτιατική τους συζυγείς τις συζυγείς τα συζυγή
     κλητική συζυγείς συζυγείς συζυγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συζυγής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

συζυγής, -ής, -ές

  • (μαθηματικά) (για μιγαδικούς αριθμούς) που έχει το ίδιο πραγματικό μέρος αλλά αντίθετο φανταστικό μέρος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.