συγχωρητέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συγχωρητέος | η | συγχωρητέα | το | συγχωρητέο |
| γενική | του | συγχωρητέου | της | συγχωρητέας | του | συγχωρητέου |
| αιτιατική | τον | συγχωρητέο | τη | συγχωρητέα | το | συγχωρητέο |
| κλητική | συγχωρητέε | συγχωρητέα | συγχωρητέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συγχωρητέοι | οι | συγχωρητέες | τα | συγχωρητέα |
| γενική | των | συγχωρητέων | των | συγχωρητέων | των | συγχωρητέων |
| αιτιατική | τους | συγχωρητέους | τις | συγχωρητέες | τα | συγχωρητέα |
| κλητική | συγχωρητέοι | συγχωρητέες | συγχωρητέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
συγχωρητέος : ρηματικό επίθετο
- που υπάρχει η δυνατότητα να συγχωρηθεί, να μην τιμωρηθεί, που ίσως θα ήταν καλό να συγχωρηθεί, που δεν έχει κάνει κάτι ασυγχώρητο ή χωρίς δικαιολογία
- δεν κατόρθωσε ν' αντισταθεί σ' έναν πειρασμό έτσι κι αλλιώς συγχωρητέο, και, σκύβοντας μπροστά, άγγιξε την πλάτη του θηρίου (Alberto Moravia, Ο Κροκόδειλος, μετ. Σωτ. Τριβιζά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.