στόπερ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. στόπερ < γαλλική stoppeur < αγγλική stopper < stop
  2. στόπερ < αγγλική stopper < stop

Ουσιαστικό

στόπερ άκλιτο

  1. (αρσενικό άκλιτο, σπάνια θηλυκό άκλιτο, αθλητισμός) αμυντικός παίκτης ποδοσφαιρικής ομάδας που σταματά την προέλαση αντίπαλων επιθετικών
  2. (ουδέτερο άκλιτο) είδος σφήνας ή άλλης μορφής αντικειμένου που εμποδίζει την μετακίνηση άλλων αντικειμένων (πόρτας κ.λπ.)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.