ἀπόστροφος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀπόστροφος τὸ ἀπόστροφον
      γενική τοῦ/τῆς ἀποστρόφου τοῦ ἀποστρόφου
      δοτική τῷ/τῇ ἀποστρόφ τῷ ἀποστρόφ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀπόστροφον τὸ ἀπόστροφον
     κλητική ! ἀπόστροφε ἀπόστροφον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀπόστροφοι τὰ ἀπόστροφ
      γενική τῶν ἀποστρόφων τῶν ἀποστρόφων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀποστρόφοις τοῖς ἀποστρόφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀποστρόφους τὰ ἀπόστροφ
     κλητική ! ἀπόστροφοι ἀπόστροφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀποστρόφω τὼ ἀποστρόφω
      γεν-δοτ τοῖν ἀποστρόφοιν τοῖν ἀποστρόφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀπόστροφος < (ἀποστρέφω) ἀποστροφ- + -ος. Μορφολογικά αναλύεται σε ἀπό- + -στροφος

Επίθετο

ἀπόστροφος, -ος, -ον

  1. που έχει στραφεί αλλού
  2. απομακρυσμένος
    τὰ ἀπόστροφα (τα απομακρυσμένα μέρη)
  3. (ελληνιστική σημασία) αποτρόπαιος, φοβερός

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπόστροφος αἱ ἀπόστροφοι
      γενική τῆς ἀποστρόφου τῶν ἀποστρόφων
      δοτική τῇ ἀποστρόφ ταῖς ἀποστρόφοις
    αιτιατική τὴν ἀπόστροφον τὰς ἀποστρόφους
     κλητική ! ἀπόστροφε ἀπόστροφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀποστρόφω
γεν-δοτ τοῖν  ἀποστρόφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ἀπόστροφος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. αποστροφή
  2. (γραμματική) η απόστροφος
  3. (θέατρο, κωμωδία) η στροφή του χορού στην παράβαση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.