στρωματοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στρωματοποιώ < στρώμα + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stratifier[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική stratify[1])

Ρήμα

στρωματοποιώ (παθητική φωνή: στρωματοποιούμαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. στρωματοποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.