στρωματοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στρωματοποιώ < στρώμα + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stratifier[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική stratify[1])
Συγγενικά
- στρωματοποιημένος
- στρωματοποίηση
- στρωματοποιία
- → δείτε τις λέξεις στρώμα και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στρωματοποιώ | στρωματοποιούσα | θα στρωματοποιώ | να στρωματοποιώ | στρωματοποιώντας | |
| β' ενικ. | στρωματοποιείς | στρωματοποιούσες | θα στρωματοποιείς | να στρωματοποιείς | (στρωματοποίει) | |
| γ' ενικ. | στρωματοποιεί | στρωματοποιούσε | θα στρωματοποιεί | να στρωματοποιεί | ||
| α' πληθ. | στρωματοποιούμε | στρωματοποιούσαμε | θα στρωματοποιούμε | να στρωματοποιούμε | ||
| β' πληθ. | στρωματοποιείτε | στρωματοποιούσατε | θα στρωματοποιείτε | να στρωματοποιείτε | στρωματοποιείτε | |
| γ' πληθ. | στρωματοποιούν(ε) | στρωματοποιούσαν(ε) | θα στρωματοποιούν(ε) | να στρωματοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στρωματοποίησα | θα στρωματοποιήσω | να στρωματοποιήσω | στρωματοποιήσει | ||
| β' ενικ. | στρωματοποίησες | θα στρωματοποιήσεις | να στρωματοποιήσεις | στρωματοποίησε | ||
| γ' ενικ. | στρωματοποίησε | θα στρωματοποιήσει | να στρωματοποιήσει | |||
| α' πληθ. | στρωματοποιήσαμε | θα στρωματοποιήσουμε | να στρωματοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | στρωματοποιήσατε | θα στρωματοποιήσετε | να στρωματοποιήσετε | στρωματοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | στρωματοποίησαν στρωματοποιήσαν(ε) |
θα στρωματοποιήσουν(ε) | να στρωματοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στρωματοποιήσει | είχα στρωματοποιήσει | θα έχω στρωματοποιήσει | να έχω στρωματοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στρωματοποιήσει | είχες στρωματοποιήσει | θα έχεις στρωματοποιήσει | να έχεις στρωματοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει στρωματοποιήσει | είχε στρωματοποιήσει | θα έχει στρωματοποιήσει | να έχει στρωματοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στρωματοποιήσει | είχαμε στρωματοποιήσει | θα έχουμε στρωματοποιήσει | να έχουμε στρωματοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στρωματοποιήσει | είχατε στρωματοποιήσει | θα έχετε στρωματοποιήσει | να έχετε στρωματοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στρωματοποιήσει | είχαν στρωματοποιήσει | θα έχουν στρωματοποιήσει | να έχουν στρωματοποιήσει |
| |
Μεταφράσεις
στρωματοποιώ
|
Αναφορές
- στρωματοποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.