στροντιούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στροντιούχος η στροντιούχα το στροντιούχο
      γενική του στροντιούχου της στροντιούχας του στροντιούχου
    αιτιατική τον στροντιούχο τη στροντιούχα το στροντιούχο
     κλητική στροντιούχε στροντιούχα στροντιούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στροντιούχοι οι στροντιούχες τα στροντιούχα
      γενική των στροντιούχων των στροντιούχων των στροντιούχων
    αιτιατική τους στροντιούχους τις στροντιούχες τα στροντιούχα
     κλητική στροντιούχοι στροντιούχες στροντιούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στροντιούχος < στρόντιο + -ούχος

Επίθετο

στροντιούχος, -α, -ο

  • (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο στροντίου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.