στρογγύλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | στρογγύλος | ἡ | στρογγύλη | τὸ | στρογγύλον |
| γενική | τοῦ | στρογγύλου | τῆς | στρογγύλης | τοῦ | στρογγύλου |
| δοτική | τῷ | στρογγύλῳ | τῇ | στρογγύλῃ | τῷ | στρογγύλῳ |
| αιτιατική | τὸν | στρογγύλον | τὴν | στρογγύλην | τὸ | στρογγύλον |
| κλητική ὦ! | στρογγύλε | στρογγύλη | στρογγύλον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | στρογγύλοι | αἱ | στρογγύλαι | τὰ | στρογγύλᾰ |
| γενική | τῶν | στρογγύλων | τῶν | στρογγύλων | τῶν | στρογγύλων |
| δοτική | τοῖς | στρογγύλοις | ταῖς | στρογγύλαις | τοῖς | στρογγύλοις |
| αιτιατική | τοὺς | στρογγύλους | τὰς | στρογγύλᾱς | τὰ | στρογγύλᾰ |
| κλητική ὦ! | στρογγύλοι | στρογγύλαι | στρογγύλᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στρογγύλω | τὼ | στρογγύλᾱ | τὼ | στρογγύλω |
| γεν-δοτ | τοῖν | στρογγύλοιν | τοῖν | στρογγύλαιν | τοῖν | στρογγύλοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «στρογγύλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στρογγύλος < θέμα στραγγ- (μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strengʰ-) + -ύλος [1] → δείτε < *sterh₃- < *ster- (απλώνω [2])
Συνώνυμα
Αναφορές
- «στρογγυλός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- strengʰ- στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
- στρογγύλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στρογγύλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.