στρατοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στρατοκρατία | οι | στρατοκρατίες |
| γενική | της | στρατοκρατίας | των | στρατοκρατιών |
| αιτιατική | τη | στρατοκρατία | τις | στρατοκρατίες |
| κλητική | στρατοκρατία | στρατοκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρατοκρατία < στρατοκρατούμαι < αρχαία ελληνική στρατός + κρατῶ
Ουσιαστικό
στρατοκρατία θηλυκό
- η παρασκηνιακή ή ολοκληρωτική διακυβέρνηση μιας χώρας από στρατιωτικούς
- Τας πρώτας πρωινάς ώράς της 21ης Απριλίου 1967 μία ολιγομελής ομάς αξιωματικών κατέλυσε το κοινοβουλευτικόν καθεστώς της Ελλάδος εγκαθιδρύζουσα στρατοκρατίαν.
- η επικράτηση στρατιωτικών τρόπων σκέψης, νοοτροπίας και στόχων στην πολιτικοκοινωνική ζωή μιας χώρας
Μεταφράσεις
στρατοκρατία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.