στραπάτσο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στραπάτσο τα στραπάτσα
      γενική του στραπάτσου των στραπάτσων
    αιτιατική το στραπάτσο τα στραπάτσα
     κλητική στραπάτσο στραπάτσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στραπάτσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική strapazzo

Ουσιαστικό

στραπάτσο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.