brunt

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

brunt (en)

  • το κυρίως πλήγμα/το κύριο πλήγμα
  • το πιο βαρύ τίμημα, το μεγαλύτερο βάρος (μεταφορικά), το μακρύτερο/μεγαλύτερο/πιο μεγάλο αγγούρι (μεταφορικά)
    το μεγαλύτερο στραπάτσο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.